- ἰάλεμος
- ἰά̱λεμος , ἰάλεμοςlamentmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιάλεμος — ἰάλεμος, ιων. τ. ἰήλεμος, ὁ (Α) 1. πένθιμο ή παραπονετικό τραγούδι, μορφή μοιρολογιού που τραγουδιόταν στα πένθη 2. ως επίθ. α) μελαγχολικός («ἰαλέμων γόων ἀοιδός», Ευρ. β) ψυχρός και αντικοινωνικός) 3. (ως επιθ. και ως ουσ.) ανόητος, ηλίθιος… … Dictionary of Greek
Ἰάλεμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ялем — (Ίαλεμος) сын Аполлона и Каллиопы, эпоним особого вида заплачек и жалобных песен, изобретение которых приписывалось ему. Песня Я. была выразительницей сильного горя и раздавалась лишь при особо тяжелых несчастьях; вообще этот вид скорбной лирики… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ἰαλέμοις — Ἰάλεμος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμου — Ἰάλεμος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμους — Ἰάλεμος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμων — Ἰάλεμος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰαλέμῳ — Ἰάλεμος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰηλέμοισιν — ἰάλεμος lament masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰηλέμων — ἰάλεμος lament masc gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)